- ἐπαρχιωτῶν
- ἐπαρχιώτηςa provincialmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραιτωριανοί — Η σωματοφυλακή του αυτοκράτορα στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός τους καθιερώθηκε από τον Αύγουστο και στρατολογούνταν εθελοντικά μεταξύ των Ιταλών πολιτών μέχρι τον Σεπτίμιο Σεβήρο· αργότερα και μεταξύ των επαρχιωτών. Τη διοίκησή τους είχε ο praefectus … Dictionary of Greek
επαρχιωτικός — επαρχιωτικός, ή, ό και επαρχιώτικος, η, ο 1. που είναι της επαρχίας ή του επαρχιώτη: Επαρχιώτικες εφημερίδες. 2. που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο των επαρχιωτών, χωριάτικος: Επαρχιώτικο ντύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)